σκουντί

σκουντί
το, Ν
κυνηγετικός σκύλος, λαγωνικό («το σκουντί από μυτάτο κι ο άνθρωπος από γενιά», παροιμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκουδί — το Ν 1. τρυφερό βλαστάρι λαχανικών, όπως λ.χ. τής κράμβης και τού σπαραγγιού 2. το σκουντί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αραβικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”